- ἀπάλαμνος
- ἀπάλαμνοςwithout handsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απάλαμνος — ἀπάλαμνος κ. ἀπάλαμος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει χέρια, ο αδέξιος 2. απρόσεκτος, απερίσκεπτος 3. (για πράξεις και λόγους) παράνομος, ανόσιος, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (ουδ.) *παλάμα. Τύποι όπως ο απάλαμνος προϋποθέτουν ένα ουδ.… … Dictionary of Greek
ἀπαλάμνως — ἀπάλαμνος without hands adverbial ἀπάλαμνος without hands masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάλαμνον — ἀπάλαμνος without hands masc/fem acc sg ἀπάλαμνος without hands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλάμνους — ἀπάλαμνος without hands masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλάμνων — ἀπάλαμνος without hands masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλάμνῳ — ἀπάλαμνος without hands masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάλαμνα — ἀπάλαμνος without hands neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάλαμνοι — ἀπάλαμνος without hands masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάλαμν' — ἀπάλαμνα , ἀπάλαμνος without hands neut nom/voc/acc pl ἀπάλαμνε , ἀπάλαμνος without hands masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατέραμνος — ἀτέραμνος, ον (Α) 1. τραχύς, σκληρός 2. (για σωματικές λειτουργίες) εκείνος που παρουσιάζει δυσκαμψία ή δυσλειτουργία 3. (για όσπρια) αυτός που βράζει δύσκολα, ο κακόβραστος 4. σκληρός, άκαμπτος, ανηλεής (η λέξη και στον Παπαδιαμάντη, «πέλαγος… … Dictionary of Greek